- επισηκρητεύω
- ἐπισηκρητεύω (Α)εκτελώ επιπλέον τα καθήκοντα τού σηκρηταρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *σηκρητεύω (< λατ. secretus «μυστικός, απόρρητος»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισηκρητεύων — ἐπισηκρητεύω secretum) perform secretarial duties as well pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)